- γοργῆς
- γοργόςgrimfem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Γόργης — Γόργη fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αβιταμίνωση — Η παντελής έλλειψη μιας ή περισσότερων βιταμινών από τον οργανισμό. H έλλειψη βιταμινών ή η ύπαρξή τους σε ανεπαρκείς ποσότητες (υποβιταμίνωση) οδηγεί στην εκδήλωση χαρακτηριστικών νοσηρών καταστάσεων που είναι γνωστές ως στερητικές νόσοι. Κατά… … Dictionary of Greek
εγκληματολογία — Επιστημονικός κλάδος, ο οποίος ασχολείται με τη μελέτη του εγκλήματος, την πρόληψή του, την αντίδραση της κοινωνίας σε αυτό, ενώ παράλληλα εξετάζει τα περιβαλλοντολογικά ή ψυχολογικά αίτιά του. Η ε. ιδιοποιείται τις μεθόδους πολλών άλλων… … Dictionary of Greek
Ανδραίμων — Μυθολογικό πρόσωπο. Ιδρυτής της Άμφισσας, σύζυγος της Γόργης, κόρης του βασιλιά της Καλυδώνας Οινέα, που τον διαδέχτηκε ο A. στον θρόνο. Ήταν πατέρας του Θόαντα, αρχηγού των Αιτωλών στον Τρωικό πόλεμο και παππού του Οξύλου, αρχηγού των Ηρακλειδών … Dictionary of Greek